Απεβίωσε το πρωί της 9ης Ιανουαρίου στην Αθήνα, σε ηλικία 70 ετών, ο Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων και επίτιμο μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Ηλίας Κόλλιας.

Απεβίωσε το πρωί της 9ης Ιανουαρίου στην Αθήνα, σε ηλικία 70 ετών, ο Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων και επίτιμο μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Ηλίας Κόλλιας.

Ο Ηλίας Κόλλιας γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε στο Βυζαντινό Μουσείο για την προετοιμασία της διεθνούς Βυζαντινής Έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (1963-1965). Το 1966 μετά από διαγωνισμό διορίστηκε Επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στη Δωδεκάνησο. Μετεκπαιδεύτηκε (1976-1978) στο Παρίσι (Sorbonne και Ecole Pratique des Hautes Etudes) και πήρε D.E.A. Το 1978 έγινε Έφορος Αρχαιοτήτων και μέχρι το 1998 που συνταξιοδοτήθηκε ήταν προϊστάμενος της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Το 1986 αναγορεύθηκε διδάκτορας της Αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέγραψε πολλά συγγράμματα και επιστημονικά άρθρα σχετικά με θέματα από το χώρο της Δωδεκανήσου. Εκτέλεσε ανασκαφές και αναστηλώσεις μνημείων σε όλη τη Δωδεκάνησο. Οργάνωσε μαζί με τους συνεργάτες του, μουσεία και εκθέσεις στην Κάλυμνο, το Καστελόριζο, τη Σύμη, τη Λέρο και δεκάδες περιοδικές εκθέσεις στη Ρόδο.

Το 1993 οργάνωσε το Μεσαιωνικό Μουσείο της Ρόδου στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, που θεωρείται πρότυπο έκθεσης για όλο τον Ελλαδικό χώρο, διότι με τα υλικά κατάλοιπα της ιστορίας των Ροδίων από τον 4ο αι. μ.Χ. έως το 1523 ζωντάνεψε τον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό βίο τους κατά την παραπάνω χρονική περίοδο. Η έκθεση διακρίθηκε διεθνώς λόγω και της άψογης σκηνοθεσίας και της χρήσης οπτικοακουστικών μέσων.

Ο Ηλίας Κόλλιας υπήρξε ο κυριότερος συντελεστής για την υπογραφή της Προγραμματικής Σύμβασης του 1984 μεταξύ Υπουργείου Πολιτισμού, Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Δήμου Ρόδου, για τη συντήρηση και την ανάδειξη των μνημείων της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. Το 1998 ίδρυσε το Τεχνικό Γραφείο της «Επιτροπής Παρακολούθησης Έργων στα Μνημεία της Μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου» στα πλαίσια του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ παράλληλα διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του. Σημαντικά έργα προχωρούν στα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης, τις οχυρώσεις και τον αρχαιολογικό χώρο της τάφρου, βελτιώνοντας όχι μόνον την εικόνα της αλλά και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της.

Ήταν ένας από τους κυριότερους συντελεστές για την κήρυξη της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου ως «Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς» το 1988. Για το σύνολο του έργου του βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1999 και από το ICOMOS. Υπήρξε ισόβιος εταίρος της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» και μέχρι σήμερα Πρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Ήταν παντρεμένος με την αρχαιολόγο Μαρία Μιχαλάκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, το Φοίβο και τη Μυρτώ.