Η εξέλιξη της γεωαρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων και δημοσιευμάτων, τα περισσότερα από τα οποία δεν βασίζονται ούτε σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε λαμβάνουν υπόψη τους τον Αρχαιολογικό Νόμο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
 
Σχετικά με τα δημοσιεύματα για την γεωαρχαιολογική έρευνα του Πανεπιστημίου Πατρών στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης
 

Η εξέλιξη της γεωαρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων και δημοσιευμάτων, τα περισσότερα από τα οποία δεν βασίζονται ούτε σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε λαμβάνουν υπόψη τους τον Αρχαιολογικό Νόμο, οι ρυθμίσεις του οποίου θεσμοθετούν συγκεκριμένα δεδομένα για τις συστηματικές ανασκαφές. Ο Ν. 3028/2002 (άρθρα 35-36) ορίζει με σαφήνεια ποιοι είναι οι φορείς που μπορούν να διεξαγάγουν αρχαιολογικές και ανασκαφικές έρευνες στην Ελλάδα,τους όρους και τις προϋποθέσεις προκειμένου να εγκριθεί η πρόταση κάθε φορέα, καθώς και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη και για να δοθεί νέα άδεια συστηματικής έρευνας μετά το πέρας της πενταετίας.
Με την ΥΠ.ΠΟ.Α/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΕΞΕΙΟΔΘ/29277/292/17.07.2013  Υπουργική Απόφαση χορηγήθηκε στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών η άδεια να συνεχίσει τις γεωφυσικές και γεωαρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης, έρευνες για τις οποίες είναι επιστημονικά καθ΄ ύλην αρμόδιο. Δεν δόθηκε, όμως, άδεια για τη συνέχιση των ανασκαφικών εργασιών. Άλλωστε το Γεωλογικό Τμήμα δεν συγκαταλέγεται στους φορείς, που μπορούν να πραγματοποιούν συστηματικές ανασκαφές, σύμφωνα με τον Αρχαιολογικό Νόμο (άρθρο 35 & 36) αλλά και την επιστημονική δεοντολογία, καθώς οι μόνοι ελληνικοί πανεπιστημιακοί φορείς που δικαιούνται να διενεργούν συστηματικές ανασκαφές είναι τα Τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και τα συναφή πανεπιστημιακά Τμήματα, στο γνωστικό αντικείμενο των οποίων συμπεριλαμβάνεται η ανασκαφική και αρχαιολογική έρευνα. Είναι απορίας άξιο λοιπόν για ποιο λόγο, στην εποχή της εξειδίκευσης της επιστημονικής έρευνας, κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρείται«προσβολή» για ένα Τμήμα Γεωλογίας.
Με την ίδια Υπουργική Απόφαση δεν εγκρίθηκε ο νέος πενταετής προγραμματισμός που υποβλήθηκε από το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για συνέχιση των ανασκαφών τα έτη 2013-2017, καθώς –προφανώς– αξιολογήθηκε, όπως προβλέπεται από την παρ. 11 του άρθρου 36, από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ο τρόπος εκτέλεσης του εγκεκριμένου προηγούμενου πενταετούς προγράμματος 2008-2012. Υποθέτουμε ότι στην αξιολόγηση του προγράμματος της περασμένης πενταετίας βάρυνε αρνητικά -ως όφειλε- η εκτεταμένη χρήση, πέρα από κάθε επιστημονική δεοντολογία συστηματικής ανασκαφικής έρευνας,  μηχανικού εκσκαφέα (!), η ανασκαφή σε περιοχές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην προηγούμενη άδεια και άλλες παρατυπίες που έχουν εντοπιστεί στη συγκεκριμένη έρευνα. Είναι πραγματική υποχρέωση του ΥΠ.ΠΟ.Α. απέναντι σε δεκάδες φορείς, ιδρύματα και ερευνητές, που διεξάγουν συστηματικές ανασκαφές τηρώντας απαρέγκλιτα τους όρους του Αρχαιολογικού Νόμου και την επιστημονική δεοντολογία, να μην αντιμετωπίζει τις έρευνες με «δύο μέτρα και δύο σταθμά».
Ταυτόχρονα, με την ίδια Υπουργική Απόφαση, ζητείται από τους φορείς της έρευνας η αυτονόητη μέριμνα για αρχαιολογικά κατάλοιπα που έχουν ανασκαφεί σε προηγούμενες περιόδους (μελέτη συντήρησης, στερέωσης και προστασίας από τα ύδατα και, σε κάποιες περιπτώσεις, κατάχωση, μία επιστημονικά ενδεδειγμένη μέθοδος προστασίας για αρχαιότητες που τυχόν δεν μπορούν να στερεωθούν ή αναδειχθούν στη θέση που βρίσκονται). Αντί να στηλιτεύεται αυτό το τμήμα της Υπουργικής Απόφασης, θα έπρεπε να αποτελεί βασική μέριμνα των ίδιων των ερευνητών: για την αρχαιολογική κοινότητα, εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι εξίσου σημαντική με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ανασκαφών και η μέριμνα για την αποκατάσταση των αρχαίων καταλοίπων που αποκαλύπτονται στις ανασκαφές και την απόδοσή τους στο ευρύ κοινό.
Η επιστημονική δεοντολογία άλλωστε επιτάσσει, μετά από 25 χρόνια ανασκαφών, να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος για τη μελέτη των ευρημάτων και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων τους για κρίση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, για τη μελέτη έκθεσής τους στο κοινό, για στερεωτικές και αναστηλωτικές παρεμβάσεις με τις απαραίτητες νόμιμες εγκρίσεις από τις αντίστοιχες Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Α.
Ακόμη περισσότερο, όμως, θα έπρεπε να απασχολήσει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το ΥΠ.ΠΟ.Α. το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη έρευνα απασχολούνται –με ποιο καθεστώς άραγε;– «εθελοντές» άσχετοι με τις σπουδές αρχαιολογίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αγγελίες που αναρτώνται στον ιστότοπο του Προγράμματος  (helikeproject), καλούνται να καταβάλλουν (δεν διευκρινίζεται σε ποιον και με ποια νόμιμη απόδειξη) διόλου ευκαταφρόνητα ποσά (550-800 ευρώ την εβδομάδα!) για τη συμμετοχή τους στην ανασκαφή. Απορούμε πώς σχετίζεται με αυτή την πρακτική το Πανεπιστήμιο Πατρών και αν γνωρίζουν οι υπεύθυνοι του πανεπιστημίου ότι, από τον ιστότοπο του ίδιου Προγράμματος, διαφημιζόταν πρόγραμμα επιφανειακής έρευνας στην Πάρο, το οποίο επίσης καλούσε τους συμμετέχοντες «εθελοντές» να καταβάλλουν ποσά χωρίς να έχει ζητηθεί καν άδεια από το ΥΠ.ΠΟ.Α.!
Οι ανασκαφές στην Ελλάδα γίνονται με χρηματοδότηση φορέων, ιδρυμάτων και του ίδιου του ΥΠ.ΠΟ.Α. και απασχολούν ειδικευμένο προσωπικό (αρχαιολόγους, συντηρητές, μηχανικούς ή φοιτητές των αντίστοιχων σχολών, εργατοτεχνίτες ανασκαφής κ.ά.). Η πρακτική χρηματοδότησης της έρευνας από τους ίδιους τους συμμετέχοντες αποτελεί έμμεση ιδιωτικοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας, που εγείρει πλήθος ερωτηματικά. Πόσο μάλλον η πρακτική της προσέλκυσης «όποιου θέλει» σε μια ανασκαφή, που εγείρει ζητήματα ασφάλειας των αρχαιοτήτων.
Τέλος, σχετικά με δημοσιεύματα που υπονοούν «πολιτικές σκοπιμότητες» σχετικά με τη συγκεκριμένη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, αλλά και τις πολιτικές παρεμβάσεις που υπάρχουν για τη συνέχιση της ανασκαφής, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θέλει να υπενθυμίσει ότι οι όροι διεξαγωγής μιας επιστημονικής έρευνας σχετίζονται με την εφαρμογή του νόμου και της επιστημονικής δεοντολογίας και δεν μπορεί να γίνονται αντικείμενο πολιτικών πιέσεων. Υπενθυμίζουμε, τέλος, την πάγια θέση μας σχετικά με τη σύνθεση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου –με μέλη που θα εκλέγονται ή θα τοποθετούνται ex officio υπό την προεδρία ανώτατου δικαστικού– προκειμένου οι γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ ως επιστημονικού Συμβουλίου να μην επιδέχονται οποιαδήποτε παρερμηνεία.