ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr
 
 
Αθήνα,   13/10/2021
                                                                                                                            
 
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αποχαιρετά την Έβη Στασινοπούλου-Τουλούπα
 
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αποχαιρετά την Έβη Στασινοπούλου-Τουλούπα, κορυφαία και έως πριν λίγες μέρες αρχαιότερη Ελληνίδα Αρχαιολόγο, στον μακρό βίο της οποίας αντανακλάται ένας αιώνας αγωνίας, εμποδίων, ελπίδας, έργου και σκληρής δουλειάς.
 
Η Παρασκευή Στασινοπούλου γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1924 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και κατόπιν εκπόνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη. Εργάστηκε αρχικά στην ιδιωτική εκπαίδευση, λόγω του ισχύοντος από το 1939 αποκλεισμού των γυναικών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Με την άρση του διαβόητου εμποδίου το 1955 και χάρη στην πρόσκληση της Σέμνης Καρούζου που είδε σ’ εκείνην  «τη θέληση, τη γνώση, την επιμονή και το φανερό, αν και διακριτικό πάθος» ξεκίνησε την εργασία της ως συμβασιούχος αρχαιολόγος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στα επόμενα πέντε χρόνια μυήθηκε στον πλούτο των συλλογών και διακρίθηκε στην ταύτιση και αποκατάσταση των αρχαιοτήτων με την ακάματη αφοσίωσή της στον απεγκιβωτισμό, την κατάταξη και την επανέκθεσή τους, εργασίες που της χάρισαν στέρεη γνώση, αρχαιολογικό ένστικτο και αγάπη για τα κατάλοιπα των αιώνων. Υπηρέτησε ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην Κέρκυρα και στη Βοιωτία και κατόπιν επέστρεψε ως Έφορος της Συλλογής Χαλκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου παρέμεινε για μια δεκαετία (1963-1973). Το 1969 συνελήφθη μαζί με τον σύζυγό της Δημήτριο Τουλούπα και κρατήθηκε για μικρό διάστημα στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας, απέναντι ακριβώς από τη Διεύθυνση της εργασίας της. Το 1973 μετατέθηκε στην Ήπειρο κι από εκεί στην Εύβοια, όπου εργάστηκε ακούραστα για την διάσωση και την ανάδειξη των μνημείων. Σ’ εκείνην οφείλεται η αναγνώριση της σημασίας της Τούμπας στο Λευκαντί και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του Ηρώου, που ανέτρεψε την επικρατούσα αντίληψη περί της μνημειακής πενίας των ‘Σκοτεινών Αιώνων’. Το 1982 ολοκλήρωσε την διδακτορική της διατριβή με θέμα τον γλυπτό διάκοσμο του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα στην Ερέτρια και την ίδια χρονιά της ανατέθηκε η διεύθυνση της Α’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Έβη Τουλούπα μερίμνησε και υποστήριξε με κάθε τρόπο το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη, τα έργα συντήρησης, εκμάγευσης των γλυπτών, αποκατάστασης και υποδειγματικής χρήσης του κτηρίου Weiler. Μετά από την συνταξιοδότησή της ενίσχυσε το έργο της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως, η ίδρυση της οποίας ήταν δική της έμπνευση. Συνέχισε και ενέτεινε το ερευνητικό και συγγραφικό της έργο. Διέπρεψε με τον ορθό της λόγο αρθρογραφώντας για μια δεκαετία στην εφημερίδα «Τα Νέα».
 
Στον μακρό της βίο η Έβη Στασινοπούλου-Τουλούπα συνέβαλε σημαντικά στην μεταπολεμική αναγέννηση των δομών και της συνολικής λειτουργίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ανήκε στη γενιά εκείνη των Ελλήνων αρχαιολόγων, που υπηρέτησαν το οργανικό όλον του λειτουργήματός τους, καταδεικνύοντας ως αδιανόητη την αποκοπή των Μουσείων από τον κορμό του.
 
Η πληρέστερη ίσως περιγραφή του χαρακτήρα της κορυφαίας αρχαιολόγου μπορεί να συνοψισθεί στην πρόσφατη διατύπωση της Φανής Μαλλούχου-Tufano. «Διακρίνεται για το ανοικτό και φιλοπερίεργο μυαλό της, την ανεκτικότητά της, την έλλειψη συμπλεγμάτων, τα πολλά της ενδιαφέροντα, την ενασχόλησή της ‘επί παντός επιστητού’, την αγάπη της για το διάβασμα, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τα ταξίδια, την κοινωνικότητά της, την όρεξή της για ζωή, κυρίως την άφθαρτη δροσιά της».