ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Ερμού 136, 10553 Αθήνα. Τηλ-Fax.: 2103252214, E-mail:archaeol@otenet.gr, www.sea.org.gr
 
 
Αθήνα, 28/1/2020
Αρ. Πρωτ.: 34
 
Προς:
Τα μέλη του ΣΕΑ
 
 
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
 
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΞΑΓΓΕΛΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ/ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΕ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (Ν.Π.Δ.Δ.)
 
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του στην κυβερνητική εξαγγελία για τη μετατροπή Κρατικών Μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Πρόκειται για μια πολιτική απόφαση που ελήφθη χωρίς κανενός είδους διάλογο και δεν βασίζεται σε καμία απολύτως μελέτη. Αποτελεί άλλο έναν κρίκο στην αλυσίδα ατεκμηρίωτων εξαγγελιών με τη μορφή του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», όπως ήταν εκείνη για την ενοποίηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
 
Η ψευδεπίγραφη αυτοτέλεια και οι πραγματικές προθέσεις
 
Όπως είναι γνωστό, τα μεγάλα ή και ειδικά θεματικά Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν υπάγονται σε Εφορείες Αρχαιοτήτων και παραμένουν ανεξάρτητα με τη μορφή των Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, ενταγμένα ωστόσο στην ενιαία δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η προσπάθεια να παρουσιασθεί η μετατροπή τους σε Ν.Π.Δ.Δ. ως κίνηση που διασφαλίζει δήθεν τη διοικητική τους αυτοτέλεια είναι ψευδής και αποπροσανατολιστική. Τα Μουσεία είναι ήδη ανεξάρτητα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου.
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνητικές εξαγγελίες συνδέονται με την προσπάθεια εμπλοκής των ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσειακού αποθέματος, προσπάθεια που περνά μέσα από την απαξίωση της δημόσιας υπηρεσίας. Εάν είχαν τη δυνατότητα η Κυβέρνηση και άλλοι πολιτικοί κύκλοι θα είχαν προχωρήσει στη μετατροπή ορισμένων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (δηλ. σε μουσεία ιδρυματικού χαρακτήρα). Αντ’ αυτού (του νομικά αδύνατου) προτιμάται η λύση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Τα Ν.Π.Δ.Δ. (ενώσεις προσώπων και περιουσίας που ασκούν δημόσιο σκοπό) είναι, ωστόσο, υποχρεωμένα να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες του δημόσιου λογιστικού, όπως και οι δημόσιες υπηρεσίες. Άρα, ποιά είναι η περίφημη αυτοτέλεια ή η προβαλλόμενη ευελιξία τους;
Τα Μουσεία - Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες είναι δημόσιες υπηρεσίες που φυλάσσουν, συντηρούν, καταγράφουν, τεκμηριώνουν, ερευνούν, ερμηνεύουν και κυρίως εκθέτουν και προβάλλουν στο κοινό συλλογές υλικών μαρτυριών του παρελθόντος. Οι συλλογές τους είναι εθνικές, μέσα από τις οποίες περιγράφεται το πανόραμα της ελληνικής τέχνης και  του πολιτισμού. Είναι Εθνικά Μουσεία με την έννοια ότι υποστηρίζουν την ιστορική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων και είναι δημόσια, διότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν την επιτομή του δημοσίου συμφέροντος.
Είναι Μουσεία με ασυναγώνιστο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων μουσείων της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς τα έργα τα οποία φυλάσσουν αποτελούν τους καρπούς της απόφασης των Ελλήνων να διαφυλάξουν την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μέσα από νόμιμες διαδικασίες (ανασκαφές, περισυλλογές, κατασχέσεις κ.ο.κ). Η εντολή γι’ αυτήν τη διαφύλαξη δόθηκε άμα τη ιδρύσει του Ελληνικού Κράτους στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η απόσπαση των Μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνεπάγεται την ακύρωση του ενιαίου πνεύματος που διέπει τη λειτουργία της. Η εξαγγελία της κυβέρνησης αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα για τη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για ευρύτερες αλλαγές. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της Υπουργού (πρόταση για εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την ολοκληρωμένη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών με μείζονα μνημεία: Κνωσός, Μεσσήνη, Ρόδος, Δωδώνη, Δήλος, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Βεργίνα, Ακαδημία Πλάτωνος), διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση απεργάζεται και τη διοικητική-οικονομική αυτοτέλεια των μεγάλων (και άρα με πολλά έσοδα) αρχαιολογικών χώρων.
 
Τι σημαίνει Μουσείο -Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου
 
Η προτεινόμενη μετατροπή των Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που λειτουργούν σήμερα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Ν.Π.Δ.Δ. θα επιφέρει μια ουσιώδη μεταβολή στο τρόπο άσκησης δημόσιας πολιτικής. Η προϊσταμένη αρχή σε ένα μουσείο Ν.Π.Δ.Δ.. δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, θα αποτελείται από εξωυπηρεσιακούς παράγοντες, εκλεκτούς, φίλους και αρεστούς του/της εκάστοτε υπουργού. Έτσι, τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) θα αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό.
Η προσπάθεια μετατροπής των Δημόσιων Μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. συνιστά μία απροκάλυπτη παρέμβαση στα θέματα της Δημόσιας Διοίκησης με πελατειακές προεκτάσεις, καθώς τα διοικητικά όργανα θα έχουν άμεση εξάρτηση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, χωρίς να έχουν συνείδηση και υποχρεώσεις υπαλλήλου που εφαρμόζει τον Νόμο.
Ταυτόχρονα, τα Ν.Π.Δ.Δ. είναι ένας τύπος δημόσιας διοίκησης που διασφαλίζει την εμπλοκή των ιδιωτών μέσω του διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξυπηρετούν, εν δυνάμει, μικροπολιτικά ή και ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κατ’ ανάγκην το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον όλων μας. Η νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
 
Tα Δημόσια Μουσεία διακρίνονται και πρωτοπορούν!
 
Τις τελευταίες δεκαετίες τα ελληνικά Δημόσια Μουσεία άλλαξαν φυσιογνωμία και εκσυγχρονίστηκαν. Παλαιά ανακαινίσθηκαν και νέα ιδρύθηκαν. Νέα κτηριακά κελύφη και σύγχρονες υποδομές, μαζί με εξειδικευμένο προσωπικό στα μουσειακά πράγματα, ήρθαν να στηρίξουν το πολυεπίπεδο πρόγραμμα της πολιτικής που εφάρμοσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή αξιοποιήθηκαν ευρωπαϊκοί και εθνικοί πόροι με τον καλύτερο τρόπο.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και δεν μπορεί να αποσιωπηθεί. Δημόσια Μουσεία σε όλη την Ελλάδα έλαβαν και λαμβάνουν διεθνή βραβεία, ενώ μία σειρά εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, διεθνών συνεργασιών, επιστημονικών, επικοινωνιακών και καλλιτεχνικών δράσεων προσείλκυσε και προσελκύει πλήθος κόσμου (Ελλήνων και ξένων) στους χώρους τους. Τα ελληνικά Δημόσια Μουσεία έχουν διεθνή αναγνώριση, επιστημονικό κύρος και κοινωνική καταξίωση. Ποιός ο πραγματικός λόγος, λοιπόν, για την «αναβάθμισή» τους; Προφανώς συγκεκριμένοι κύκλοι επιβουλεύονται το μουσειακό απόθεμα και τη διαχείρισή του, επιχειρώντας να τα οικειοποιηθούν, αρπάζοντάς τα από τον πυρήνα του δημοσίου συμφέροντος.
Τα Δημόσια Μουσεία με το υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εξειδίκευσης προσωπικό τους έχουν φέρει εις πέρας απαιτητικές εκθέσεις, επανεκθέσεις, επιστημονικά προγράμματα και ποικίλες ποιοτικές εκπαιδευτικές και εξωστρεφείς δράσεις, πολύ περισσότερες σε αριθμό από Ιδιωτικά Μουσεία ή Ν.Π.Ι.Δ., Ν.Π.Δ.Δ.
Μπορούν να συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση, εφόσον σταματήσει η συστηματική προσπάθεια απαξίωσής τους, η υποχρηματοδότηση, η υποστελέχωση. Το ΥΠ.ΠΟ.Α. και το Τ.Α.Π.Α. μπορούν να συμβάλουν στην αναγκαία προβολή, με τον σχεδιασμό διεθνών επικοινωνιακών πρωτοβουλιών, τη διάθεση πιστώσεων για διαφήμιση, την επέκταση του ψηφιακού εισιτηρίου, της κάρτας μουσείων κ.λπ. Τα μουσεία μπορούν και πρέπει να ενισχυθούν θεσμικά με δημιουργία τμημάτων προβολής και επικοινωνίας, με την πρόσληψη προσωπικού νέων ειδικοτήτων, με την έγκαιρη και επαρκή πρόσληψη φυλακτικού προσωπικού. Η ουσιαστική ενίσχυση των δημόσιων μουσείων έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη σε όλους τους τομείς.
 
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο επίκεντρο της συζήτησης
 
Φημολογείται πως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα είναι το πρώτο, στο οποίο θα επιχειρηθεί η εφαρμογή του προτεινόμενου θεσμικού πλαισίου. Στο προεκλογικό πρόγραμμα της σημερινής Κυβέρνησης το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζεται «ως χαρακτηριστική περίπτωση που χρειάζεται να αναδιοργανωθεί στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου ανάπλασης του ιστορικού κέντρου, που θα την αναβαθμίσει ουσιαστικά». Με αφορμή μία κοινωνική παθογένεια στην περιοχή του ιστορικού κέντρου, για την οποία ευθύνη έχουν άλλοι θεσμικοί φορείς και όχι το ΥΠΠΟΑ, η Κυβέρνηση φαίνεται ότι σκοπεύει να αναδιοργανώσει τον τρόπο διοίκησης του Μουσείου, ώστε να αναπλάσει την περιοχή.
Πρόκειται για μία απολύτως στρεβλή θεώρηση της πραγματικότητας, καθώς η εσωτερική-θεσμική λειτουργία ενός μουσείου λογίζεται ως προϋπόθεση για να αλλάξει η κοινωνική πραγματικότητα έξω από αυτό! Η θεώρηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε έναν στενό τοπικό ορίζοντα (μίας γειτονιάς της Αθήνας) μόνο απογοητευτική μπορεί να χαρακτηρισθεί για τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονται ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι τα ζητήματα του Πολιτισμού.
Στην πραγματικότητα, το σχέδιο μετατροπής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε Ν.Π.Δ.Δ., σε συνδυασμό με τη χορηγία της μελέτης επέκτασης και σύνδεσης με το Ακροπόλ από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προδιαγράφει την πρόθεση οικειοποίησης του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας από έναν ιδιωτικό φορέα.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο εξυπηρετεί προφανώς ένα ευρύτερο όραμα, πέρα από την ίδια την Αθήνα και την ίδια την Ελλάδα. Πρόκειται για τη ναυαρχίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το πρώτο πραγματικά οργανωμένο ιστορικά μουσείο της χώρας και το μεγαλύτερο σε αυτήν. Είναι η Κιβωτός της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, το κορυφαίο, από αυτήν την άποψη, μουσείο του κόσμου. Εφάμιλλό του μπορεί να θεωρηθεί μόνον εκείνο του Καΐρου, καθώς και τα δύο φιλοξενούν και παρουσιάζουν τεράστιο πλούτο μνημείων δύο βαθύρριζων πολιτισμών στον τόπο τους. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι η καρδιά της Ελληνικής Τέχνης και Πολιτισμού.
 
Τα Δημόσια Μουσεία και η αυτοχρηματοδότηση
 
Η προτεινόμενη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των μουσείων εγγράφεται σε έναν κύκλο συζήτησης που άνοιξε η Κυβέρνηση με θέμα «την αυτοχρηματοδότηση του Πολιτισμού». Η θέση αυτή παραβιάζει το πνεύμα του Αρχαιολογικού Νόμου (άρθρο 7), το οποίο ορίζει ρητά ότι οι αρχαιότητες και τα μνημεία «ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας». Ο νομοθέτης προέβλεψε να απομακρύνει τις αρχαιότητες από οποιαδήποτε έννοια αγοραίας συναλλαγής, η οποία θα επισκίαζε την πνευματική τους αξία και τη θέση που αυτές έχουν στην ελληνική κοινωνία ως συνεκτικό στοιχείο αυτής. Επομένως, η εισαγωγή στη συζήτηση απόψεων που βλέπουν τις αρχαιότητες ως πηγές εισόδων, τις μεταθέτει αμέσως στην κατηγορία των υλικών αξιών, διαστρεβλώνει την άυλη πνευματική τους υπόσταση, αυτήν που απέκτησαν ανά τους αιώνες στην ελληνική κοινωνία και την παγκόσμια κοινότητα.
Η ίδια θέση περί αυτοχρηματοδοτούμενου πολιτισμού διαστρεβλώνει τον ρόλο των μουσείων, όπως αυτός ορίζεται με σαφήνεια στον Αρχαιολογικό Νόμο (άρθρο 45): «Ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα…». Η σύνδεση των Μουσείων με την έννοια της αυτοχρηματοδότησης και της βιωσιμότητας ακυρώνει τον παιδευτικό τους ρόλο, δηλαδή τον καταστατικό τους αυτοσκοπό, και τα μετατρέπει σε επιχειρηματικούς οργανισμούς, η λειτουργική υπόσταση των οποίων προϋποθέτει την οικονομική τους επιβίωση. Η έννοια της αυτοχρηματοδότησης του πολιτισμού ισοδυναμεί με την προσπάθεια αντιστοίχησης των εσόδων και των εξόδων ή ακόμα και την υπερκάλυψη των δεύτερων από τα πρώτα. Ωστόσο, με αυτήν τη διαδικασία παραβλέπεται μία βασική λειτουργία του πολιτισμού που είναι αδύνατον να εκτιμηθεί με όρους κόστους-οφέλους, η παιδευτική.
Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι τα μουσεία είναι θεμιτό να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μία τέτοια απαίτηση, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, είναι απόλυτα αβάσιμη. Κανένα μεγάλο μουσείο στο εξωτερικό δεν βγάζει τα έξοδά του, όλα τα μουσεία χρειάζονται επιπλέον χρηματοδότηση, όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο παραπληροφορεί συνειδητά τη κοινή γνώμη.
Περισσότερο αβάσιμη, όμως, την καθιστά η ίδια η ελληνική εμπειρία με μουσεία Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία αντιμετωπίζουν συστηματικά λειτουργικά προβλήματα (βλ. την Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Είναι η εμπειρία του Μουσείου Μπενάκη και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικών –και επιχορηγούμενων από το Κράτος– οργανισμών που αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευθεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι ακόμη και αυτού του Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας και συρροής επισκεπτών δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο, ακόμη και αν αυτός ο στόχος τέθηκε με την ίδρυσή του και παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα που αυτό το μουσείο έχει έναντι των υπολοίπων, πλεονεκτήματα για τα οποία δεν έχει γίνει ποτέ κάποια δημόσια συζήτηση.
Τα Αρχαιολογικά Μουσεία της χώρας έχουν έως σήμερα μια υγιή και απόλυτα βιώσιμη πορεία. Ο πολιτισμός, όπως και η ποιοτική εκπαίδευση, απαιτούν χρηματοδότηση και συνεχή επιδότηση. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση απλά σημαίνει παραίτηση της Πολιτείας από τη συνταγματική της υποχρέωση έναντι των πολιτιστικών αγαθών και αποκαλύπτει την πρόθεσή της να μετατρέψει τον Πολιτισμό σε χώρο οικονομικής δραστηριότητας τρίτων που θα επιχειρήσουν να κεφαλαιοποιήσουν το πολιτισμικό απόθεμα. Εάν εφαρμοστεί το προτεινόμενο μοντέλο, σε λίγα χρόνια θα ακούσουμε τα πρώτα σκάνδαλα. Το colpo grosso με την πολιτιστική κληρονομιά θα έχει ξεκινήσει.
 
Τα Μουσεία και η χρηματοδότηση του Πολιτισμού
 
Όπως είναι γνωστό, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων είναι αυτό που εισπράττει, διαχειρίζεται και διαθέτει τους πόρους του Υπουργείου Πολιτισμού. Επομένως, όποια συζήτηση για τα οικονομικά που αφορούν στα του Πολιτισμού (έσοδα από εισιτήρια Μουσείων και Χώρων, κυλικεία, πωλητήρια) θα πρέπει να επικεντρωθεί στο Τ.Α.Π.Α. και όχι στο εκάστοτε Μουσείο που παραμένει από αυτήν την άποψη αναρμόδιο. Η βελτίωση, λοιπόν, των οικονομικών του ΥΠ.ΠΟ.Α. αφορά στη βελτίωση της λειτουργίας του Τ.Α.Π.Α. και όχι στην αλλαγή του διοικητικού μοντέλου των Μουσείων.
Να σημειωθεί ότι η προτεινόμενη αποκοπή των Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία θα προκαλούσε με βεβαιότητα προβλήματα στη λειτουργία και χρηματοδότηση Αρχαιολογικών Χώρων και Μουσείων στην περιφέρεια, καθώς η πολιτική του Ταμείου στηρίζεται στην κατανομή των κερδών ανά την επικράτεια, με βάση την αρχή της αλληλεγγύης. Η λεγόμενη αυτοτέλεια των Μουσείων θα οδηγήσει περιφερειακά Μουσεία στην ασφυξία και στο λειτουργικό αδιέξοδο. Καινούργια μικρά περιφερειακά Μουσεία, αληθινά κοσμήματα, που δημιουργήθηκαν και με πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σχεδόν σίγουρο ότι, εάν κλείσει η στρόφιγγα χρηματοδότησης από τα έσοδα μεγαλύτερων, κεντρικότερων Μουσείων, δεν θα έχουν τα μέσα να παραμείνουν ανοιχτά. 
 
 
Οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους των Μουσείων και στα ίδια τα Μουσεία
 
Σύμφωνα με την Υπουργό Πολιτισμού δεν πρόκειται να αλλάξει το εργασιακό καθεστώς και τα δικαιώματα των ήδη εργαζομένων στα Μουσεία. Είναι, ωστόσο, προφανές πως θα δημιουργηθούν σταδιακά υπάλληλοι δύο ταχυτήτων εντός των Μουσείων που πλέον δεν θα αποτελούν υπηρεσιακές μονάδες του ΥΠΠΟΑ. Αυτός ο διαφοροποιημένος χαρακτήρας της εργασιακής σχέσης μέσα στο ίδιο Μουσείο, εκτός του ότι θα συνδέεται με προβλήματα στην αποτελεσματικότητα των δράσεων,θα καθιστά πάντα τους υπαλλήλους του «παλαιού καθεστώτος» βάρος προς τη Διοίκηση, η οποία θα αναμένει την απαλλαγή της από αυτούς. Άλλωστε, η εξαγγελία ότι οι όποιες νέες προσλήψεις στα Μουσεία θα γίνονται σύμφωνα με έναν νέο πνεύμα, θα ρίξει την ταφόπλακα στο ισχύον καθεστώς των εργασιακών σχέσεων εντός του Δημοσίου.
Άδηλο, εξάλλου, παραμένει, για παλαιούς και νέους εργαζόμενους, το μέλλον των δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν τη συνεχή επιμόρφωση, την επιστημονική εξέλιξη και την εν γένει επιστημονική παρουσία του προσωπικού (εκπαιδευτικές άδειες, επιδημίες, συμμετοχή σε σεμινάρια και συνέδρια κοκ).
Η αποκοπή των Μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα αποξενώσει τους αρχαιολόγους (και τους εργαζόμενους των άλλων ειδικοτήτων) που εργάζονται σε αυτά από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Η αξιολόγηση, απόσπαση-μετάθεση, η όποια υπηρεσιακή αλλαγή θα περιορισθεί στον στενό ορίζοντα του μουσείου, στο οποίο αυτοί θα έχουν εγκλωβισθεί.
Η αποκοπή των Δημόσιων Μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα επιφέρει την παύση της κινητικότητας του εξειδικευμένου επιστημονικού και του τεχνικού προσωπικού προς και από τις υπόλοιπες Διευθύνσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Θα σημάνει τη παύση της δυνατότητας των Μουσείων να αιμοδοτούνται με προσωρινές διαθέσεις, ετήσιες ή διετείς αποσπάσεις και μεταθέσεις αρχαιολόγων, μουσειολόγων, συντηρητών και τεχνιτών, που κόμιζαν για δεκαετίες την πολύτιμη εξειδίκευση και την εμπειρία τους. Η άρση της κινητικότητας του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού προς και από τα Μουσεία θα τα καταστήσει τερματικούς σταθμούς.
Τα Μουσεία θα περιλαμβάνουν μια πεπερασμένη ερευνητική και τεχνική εμπειρία, που θα ταυτίζεται με το σύνολο των γνώσεων όσων εργαζομένων έχουν απομείνει εκεί. Και τούτο θα είναι μια πραγματικότητα χωρίς προηγούμενο, αφού η παραγόμενη έρευνα και οι αναρίθμητες δημοσιεύσεις που οφείλονται στο ανήσυχο και αεί κινούμενο επιστημονικό προσωπικό των μεγάλων Μουσείων της χώρας, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, συνιστά ένα θεμελιώδες μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Τα μεγάλα Μουσεία της χώρας θα χάσουν το από ιδρύσεώς τους πλεονέκτημα της ερευνητικής τους υπεροχής, δηλαδή της δυνατότητας να μελετούν και να γνωρίζουν σε βάθος και καλύτερα από τον καθένα τον αστείρευτο πλούτο των Συλλογών τους. Για όποιον γνωρίζει τη φύση και την αποστολή των μεγάλων Μουσείων παγκοσμίως, η διασφάλιση της ερευνητικής τους αποστολής ως προϋπόθεσης της εκθεσιακής τους εγκυρότητας αποτελεί αυτονόητη και απαράβατη πραγματικότητα.
 
 
 
Η Κυβέρνηση κινείται επιθετικά προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Θα μας βρει όλους αντιμέτωπους!
 
 
Για το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΑ,
                         
  Η Πρόεδρος          Η Γενική Γραμματέας
                              
Σταματία Μαρκέτου     Ειρήνη Σκιαδαρέση