Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων ομόφωνα απορρίπτει την μετατροπή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως σε ΝΠΔΔ, για τους παρακάτω ιδεολογικούς, νομικούς, πολιτικούς και πρακτικούς λόγους

Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων ομόφωνα απορρίπτει την μετατροπή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως σε ΝΠΔΔ, για τους παρακάτω ιδεολογικούς, νομικούς, πολιτικούς και πρακτικούς λόγους:

  • Αν και ο υποτιθέμενος στόχος της μετατροπής του καθεστώτος των Δημόσιων Μουσείων σε ΝΠΔΔ είναιη αύξηση της ευελιξίας και της αποδοτικότητας των Μουσείων, ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, τα Ν.Π.Δ.Δ. δεν είναι πιο ευέλικτα, αφού στη διαχείριση των οικονομικών τους διέπονται και αυτά από τα ισχύοντα για το δημόσιο λογιστικό.
  • Τα Διοικητικά Συμβούλια των ΝΠΔΔ, που δεν απαρτίζονται κατά κανόνα από ειδικούς επιστήμονες, δεν εγγυώνται απαραίτητα την επικράτηση της επιστημονικής δεοντολογίας, αλλά ούτε και την εξυπηρέτηση του στόχου της κοινωνικοποίησης της γνώσης με τη διαρκή επιμόρφωση των πολιτών.
  • Η πρόσφατη εμπειρία με τα δύο Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης όπου ακυρώθηκε κάθε δυνατότητα πρωτοβουλίας από τον αρμόδιο διευθυντή του Μουσείου και υπήχθησαν τα πάντα στο διορισμένο από τον Υπουργό Δ.Σ. είναι απολύτως διδακτική και επιβεβαιώνει την άποψη του Σ.Ε.Α.

Όσον αφορά στην υποτιθέμενη οικονομική αυτονόμηση, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η λειτουργία ακόμη και των Μουσείων που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως το Μουσείο Μπενάκη στηρίζεται κατά κύριο λόγο από τις μεγάλες επιχορηγήσεις του Δημοσίου.
Η μετατροπή αρχαιολογικών μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. έχει ως πρότυπο την λειτουργία των μεγάλων Μουσείων του εξωτερικού (Λούβρο, Βρετανικό, Μητροπολιτικό Νέας Υόρκης). Αυτή όμως είναι μία εντελώς ατυχής προσπάθεια εξομοίωσης, καθώς τα τελευταία προέκυψαν κάτω από εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και εξυπηρετούν πολύ διαφορετικούς στόχους. Αποτελούμενα από ανομοιογενείς συλλογές θησαυρών, έργων τέχνης και αρχαίων αντικειμένων από όλα τα μέρη του κόσμου που αποκτήθηκαν συχνά με αθέμιτους τρόπους και είναι αποκομμένα από τα ιστορικά πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, τα μουσεία αυτά που γεννήθηκαν στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής αντίληψης του 19ου αι. είναι σήμερα περισσότερο ή λιγότερο ιδιωτικοί οργανισμοί με στόχο κυρίως το κέρδος.

Αντίθετα τα ελληνικά μουσεία που δημιουργήθηκαν για να στεγάσουν μνημεία της εθνικής παράδοσης, οφείλουν να εξυπηρετούν τη διαδικασία της αυτοσυνειδησίας και της διαρκούς επιμόρφωσης των πολιτών της χώρας μας αλλά και του κόσμου και πρέπει να ανήκουν στο κράτος, όπως συμβαίνει και με όλα τα εθνικά μουσεία των χωρών, οι οποίες έχουν να επιδείξουν μακραίωνη ιστορία (π.Χ. Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ινδία, Αίγυπτος κ.λ.π.).

Άλλωστε, το συγκριτικό πλεονέκτημα των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων είναι ακριβώς το γεγονός ότι υποστηρίζονται από τα ανεξάντλητα και συνεχώς ανανεούμενα αποθέματα ευρημάτων που εξασφαλίζουν κυρίως οι πολυάριθμες σωστικές ανασκαφές, γεγονός που ισχύει κατ’ εξοχήν για τα Μουσεία των μεγάλων πόλεων, όπως το Αρχαιολογικό και το Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και τα Αρχαιολογικά Μουσεία Πάτρας και Ηρακλείου. Στην περίπτωση μάλιστα των Δελφών και της Ολυμπίας, οι στεγασμένες εκθέσεις των κινητών ευρημάτων βρίσκονται σε άμεση και απόλυτη συνάφεια με τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους προέρχονται και που τις περιβάλλουν. Τα παραπάνω ισχύουν κατ’ εξοχήν για το μουσείο της Ακροπόλεως το οποίο δεν νοείται να λειτουργεί ξεκομμένο από τον αρχαιολογικό χώρο.

Σύμφωνα με τη σύγχρονη μουσειολογική αντίληψη, μουσείο είναι ολόκληρος ο χώρος με τα κινητά ευρήματα και τα ακίνητα μνημεία του, που αποτελεί ένα ενιαίο ιστορικό και πολιτισμικό σύνολο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται από τους αριθμούς των εισιτηρίων, αυτή ακριβώς η συνύπαρξη είναι που γοητεύει και προσελκύει τους επισκέπτες.

Η Διοικητική απόσχιση της συλλογής των κινητών από τα ακίνητα μνημεία ενός συνόλου και η δημιουργία δύο απόλυτα διακριτών, λειτουργικά και νομικά διαφοροποιημένων, διαχειριστικών μονάδων: του ΝΠΔΔ «Μουσείου» αφ’ ενός και του υπαγόμενου στην εφορεία αρχαιοτήτων «Αρχαιολογικού Χώρου» αφ’ ετέρου, που προτείνεται να εφαρμοστεί, διασπά το ενιαίο και οργανικό σύνολο των μνημείων ενός τόπου και αποτελεί άστοχο και άκριτο ιδεολογικό αναχρονισμό.

Το σχήμα αυτό αντί να λύσει τα υπάρχοντα προβλήματα προστασίας, διαχείρισης και προβολής των αρχαιοτήτων θα δημιουργήσει πληθώρα νέων δυσχερειών και δυσλειτουργιών, αφού απολύτως ασαφές στα πλαίσια του νέου σχεδίου παραμένει όχι μόνον το οργανόγραμμα των Μουσείων, αλλά και μια σειρά κρίσιμων θεμάτων όπως:

  • Ποιος και πως θα διαχειρίζεται τα νέα ευρήματα που θα προκύπτουν στο μέλλον (θα κατασκευαστούν νέες αποθήκες, εργαστήρια συντήρησης και λοιποί βοηθητικοί χώροι για τα ευρήματα των σωστικών και λοιπών ανασκαφών των εφορειών στους χώρους που φυσικά εξακολουθούν να είναι ενεργοί;)
  • Ποιος θα αποφασίζει πότε και ποια νέα ευρήματα θα εκτεθούν;
  • Πως θα γίνεται η επικοινωνία της υπεύθυνης του χώρου εφορείας με το αυτόνομο Μουσείο του χώρου;
  • Ποιος θα οργανώνει και θα έχει την ευθύνη της παρουσίασης του συνόλου (κινητών και ακινήτων) στο κοινό;
  • Πως θα εξασφαλίζεται η ενιαία πληροφόρηση και θα αποφεύγεται η σύγχυση των επισκεπτών;
  • Πως θα αντιμετωπιστεί η αύξηση των δαπανών που αυτό το σχήμα συνεπάγεται και γιατί, αντί αυτά τα χρήματα να διατεθούν για την αναβάθμιση των υποδομών και των υπηρεσιών που προσφέρονται τώρα στους επισκέπτες, θα διατεθούν για την δημιουργία προβληματικών διοικητικών σχημάτων;

Και ενώ η διοικητική αυτονόμηση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με τη μετατροπή του σε Ν.Π.Δ.Δ. του μουσείου δεν υπόσχεται να βοηθήσει το ίδιο να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά προβλήματά του, είναι βέβαιο ότι, αποσπώντας από το ΤΑΠ ένα σημαντικό ποσοστό από τα εισοδήματά του, θα δημιουργήσει πολύ μεγάλο πρόβλημα στο έργο της προστασίας των υπόλοιπων μικρότερων Μουσείων και αρχαιολογικών χώρων της χώρας και θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική διαδικασία των απαλλοτριώσεων εις βάρος τόσο των μνημείων όσο και των πολιτών.

Μεγαλύτερη ευελιξία, αποτελεσματικότητα και ορθότερη αντιμετώπιση του επιστημονικού και παιδευτικού ρόλου των μουσείων σε συνάφεια πάντα με τους αρχαιολογικούς χώρους στους οποίους ανήκουν, μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο της λειτουργίας τους σαν αναπόσπαστα τμήματα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με απλές διοικητικές ρυθμίσεις που θα τα αναβαθμίζουν και κυρίως με την στελέχωσή τους με επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό και με τη διάθεση ικανών πόρων για τον εξοπλισμό και τη βελτίωση των εκθεσιακών και των λοιπών χώρων τους, αλλά και των υπηρεσιών (εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδηλώσεις, περιοδικές εκθέσεις κ.λ.π.) που προσφέρουν στο κοινό.
Ειδικότερα όσον αφορά στο επίμαχο νομοσχέδιο που αφορά στην μετατροπή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως σε ΝΠΔΔ, πέραν όλων των άλλων, αυτό απορρίπτεται διότι:

  • δημιουργεί έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης, όπου εξαφανίζεται η κυρίαρχη λειτουργία του Μουσείου ως χώρου παιδείας, αναψυχής και πολιτισμού μέσω της ανάδειξης των μνημείων, χάριν μιας στείρας, οικονομίστικης αντίληψης.
  • η αποκοπή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως, δηλαδή του χώρου που στεγάζει κατά κύριο λόγο τα θραύσματα των γλυπτών του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και των υπόλοιπων ναών της Ακρόπολης από τον Αρχαιολογικό χώρο του Ιερού Βράχου που είναι μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ύψιστο σύμβολο του ελληνικού έθνους, είναι θεσμικά, ιδεολογικά και λειτουργικά απαράδεκτη, αφού, αντιμετωπίζοντας τα γλυπτά θραύσματα των αρχιτεκτονικών μνημείων που προφανώς αποτελούν μια ενιαία σύλληψη και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τους ναούς από τους οποίους προέρχονται, σαν αυτόνομα κινητά ευρήματα υπονομεύει το κύριο επιχείρημα μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και αντίκειται στην ουσία του άρθρου 24 του Συντάγματος.
  • Η ιδέα της πώλησης ή της ανταλλαγής έργων τέχνης από τα περιεχόμενα του συγκεκριμένου Μουσείου που προφανώς δεν είναι άλλα από τα ευρήματα του ιερού βράχου η οποία εμφανίζεται στην παράγραφο που αφορά στους πόρους του μουσείου αντιβαίνει όχι μόνο στο σύνταγμα, αλλά και στο κοινό αίσθημα όλων των Ελλήνων.

Το μουσείο Ακροπόλεως και ο Ιερός Βράχος αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα και η διαχείρισή τους δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία. Η απαραίτητη λειτουργική ευελιξία μπορεί να επιτευχθεί με την δημιουργία μιας αυτόνομης υπηρεσιακής μονάδας, μιας Διεύθυνσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με αντικείμενο τον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο της Ακρόπολης, ώστε το ύψιστο μνημείο της χώρας να παραμείνει στη μέριμνα του δημοσίου όπως προβλέπει το Σύνταγμα.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ