Την Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023 φιλοξενήθηκε στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων η παρουσίαση του τόμο "Youkali, ένα liber amicorum για τον Σταύρο Μουδόπουλο", εκδ. Βιβλιόραμα, Μάιος 2023, σε επιμέλεια Φίλιππου Δωρή και Προκόπη Παπαστράτη (επισυνάπτεται το εξώφυλλο).
 
Ο κ. Σταύρος Μουδόπουλος, αφυπηρετήσας αναπληρωτής καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, αφιέρωσε την ομιλία του στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, ξεκινώντας ως εξής:
 
«Μια και βρισκόμαστε στο φιλόξενο χώρο της Ένωσης των Ελλήνων Αρχαιολόγων, θα ήθελα να παρουσιάσω την επιστημονική μου άποψη, σχετικά με την παγκόσμια αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, σε σύγκριση με τον κρατικό συνδικαλισμό που ισχύει στη χώρα μας, o οποίος αμφισβητεί ακόμη και τη  δυνατότητα από μια οργάνωση εργαζομένων να συζητά και να εκφράζει άποψη και για γενικότερα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα μας.»
 
Δημοσιεύουμε όλη την ομιλία, μαζί με τις ευχαριστίες μας στον κ. Μουδόπουλο και σε όλους τους συντελεστές του τόμου.
 
Αγαπητοί μου φίλοι,
Μια και βρισκόμαστε στο φιλόξενο χώρο της Ένωσης των Ελλήνων Αρχαιολόγων, θα ήθελα να παρουσιάσω την επιστημονική μου άποψη, σχετικά με την παγκόσμια αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, σε σύγκριση με τον κρατικό συνδικαλισμό που ισχύει στη χώρα μας, o οποίος αμφισβητεί ακόμη και τη  δυνατότητα από μια οργάνωση εργαζομένων να συζητά και να εκφράζει άποψη και για γενικότερα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα μας.
Η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώθηκε στο Καταστατικό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας το έτος 1919 ως ξεχωριστή ελευθερία από το γενικό δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το έτος 1944 με τη διακήρυξη της Φιλαδέλφειας έθεσε ως στόχο και την πραγματική αναγνώριση του δικαιώματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων.  Κανόνες για δικαιώματα των εργαζομένων που πηγάζουν από την αρχή της συνδικαλιστικής, όπως του δικαιώματος των εργαζομένων να ιδρύουν τις οργανώσεις, τα δικαιώματα των οργανώσεων των εργαζομένων, καθώς και για το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, θέσπισε η ΔΟΕ με τις ΔΣυμβάσεις 87/1948 και 98/1949.

 Μετά τον προσδιορισμό του περιεχομένου των ως άνω συνδικαλιστικών δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε  η ουσιαστικοποίηση της δημοκρατικής αρχής στο εσωτερικό των κρατών-μελών της ΔΟΕ με τη συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο κοινωνικό γίγνεσθαι  και ειδικότερα στη διαμόρφωση των όρων και συνθηκών εργασίας των εργασιακών σχέσεων με το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως μη δημοκρατικής χώρας, τρείς φορές κατά τη διάρκεια της χούντας, έγινε γιατί η Διεθνής Συνδιάσκεψη Εργασίας διαπίστωσε  συνεχείς παραβιάσεις των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Έως τη δημιουργία των κανόνων ως άνω  ΔΣυμβάσεων για το δικαίωμα οργάνωσης και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, ο νομοθέτης ρύθμιζε κυριαρχικά το περιεχόμενο των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Η δραστηριότητα αυτή εύρισκε έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 11 του Συντάγματος του έτους 1911, το οποίο κατοχύρωνε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι με την επιφύλαξη του νόμου. Τη διάταξη  αυτή  χρησιμοποίησε ο νομοθέτης για να δημιουργήσει τον πρώτο νόμο 281/1914 για τα επαγγελματικά σωματεία των εργαζομένων και στη συνέχεια όλη τη σχετική νομοθεσία για τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Επειδή όμως η συνδικαλιστική ελευθερία είναι κατοχυρωμένη στο Καταστατικό της ΔΟΕ, όλα τα κράτη -μέλη της έχουν την υποχρέωση να σέβονται τους βασικούς κανόνες των ΔΣυμβάσεων για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, καθώς και να υπόκεινται σε ελέγχους των ελεγκτικών οργάνων της για την εφαρμογή των κανόνων αυτών στο νόμο και την πράξη της κάθε χώρας, ακόμη και αν δεν έχουν επικυρώσει αυτές τις ΔΣυμβάσεις,. Έτσι ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΔΟΕ, ειδικότερα η ΕπΣυνδικΕ, αμέσως μετά τη σύστασή της το έτος 1951, άρχισε να εξετάζει προσφυγές για παραβιάσεις των κανόνων των ΔΣυμβάσεων για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα στο νόμο και την πράξη της χώρας μας.

 Τα ελεγκτικά όργανα της ΔΟΕ, προκειμένου να εκπληρώσουν το έργο τους, προσδιόριζαν ειδικότερα το περιεχόμενο του διεθνή κανόνα, που οι νόμοι της χώρας μας ή η πράξη της παραβίαζε. Η λειτουργία αυτή της συγκεκριμενοποίησης των κανόνων των ΔΣυμβάσεων, δηλαδή η ερμηνεία τους, θεωρήθηκε απαραίτητη για την εφαρμογή των ΔΣυμβάσεων. Τα πορίσματα όμως των ελεγκτικών οργάνων, που περιείχαν και την ερμηνεία των κανόνων των ΔΣυμβάσεων, αγνοήθηκαν τόσο από τη νομολογία των δικαστηρίων μας, όσο και από τον νομοθέτη.

    Μια σημαντική παρατήρηση των ελεγκτικών οργάνων αφορούσε την οργανωτική μορφή του σωματείου, που προσδίδει στις εργατικές οργανώσεις ο νομοθέτης και διατύπωσαν την  εξής υπόδειξη: «Οι οργανώσεις των εργαζομένων θα έπρεπε να είναι μια ξεχωριστή κατηγορία οργανώσεων με τα δικά τους χαρακτηριστικά και δεν θα έπρεπε να συγχέονται με τα σωματεία άλλων σκοπών που έχουν και αυτά νομική προσωπικότητα». Για να είναι κατοχυρωμένα και στη δική μας έννομη τάξη τα δικαιώματα των εργαζομένων ζητήθηκε από την κυβέρνηση να παρεμβάλλει στις διατάξεις του AK περί σωματείων τη διάταξη του άρθρου 7 της ΔΣύμβασης 87/1948, σύμφωνα με την οποία «η απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τις οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δεν μπορεί να εξαρτάται από προϋποθέσεις τέτοιες που να προσβάλλουν την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 4 της Σύμβασης».

Οι διατάξεις αυτές αποτελούν την πεμπτουσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των οργανώσεών τους και έχουν ως εξής: . Το άρθρο 2 ορίζει ότι: «οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες δικαιούνται, χωρίς καμιά διάκριση και χωρίς προηγούμενη άδεια να ιδρύουν οργανώσεις της εκλογής τους και να προσχωρούν σε οργανώσεις που οι ίδιοι επιλέγουν με μοναδικό όρο τη συμμόρφωση προς τα καταστατικά των οργανώσεων αυτών».

Το άρθρο 3 ορίζει ότι: «1. Oι οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών έχουν το δικαίωμα να καταρτίζουν τα καταστατικά και τους κανονισμούς τους, να εκλέγουν με απόλυτη ελευθερία τους αντιπροσώπους τους, να οργανώνουν τη διαχείριση και τη δράση τους και να καταστρώνουν τα προγράμματά τους. Οι δημόσιες αρχές πρέπει να αποφεύγουν κάθε επέμβαση που θα περιόριζε το δικαίωμα αυτό ή θα εμπόδιζε τη νόμιμη άσκησή του»

Το άρθρο 4 ορίζει ότι: «Oι οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθούν σε διάλυση ή αναστολή των εργασιών τους από τη διοικητική αρχή»

Παρά τις παρατηρήσεις και τα πορίσματα για παραβιάσεις των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων οι κυβερνήσεις συνέχισαν, χρησιμοποιώντας την επιφύλαξη του νόμου που τους παρείχε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, να ορίζουν αυτές κυριαρχικά  τους κανόνες για  την ίδρυση και λειτουργία των οργανώσεων των εργαζομένων. Συνεχίστηκε έτσι ο κυβερνητικός συνδικαλισμός και μετά το εμφύλιο, καθώς και κατά τη διάρκεια της χούντας.

  Κλασικά παραδείγματα διατάξεων νόμων που παραβιάζουν τα δικαιώματ: Για να δημιουργηθεί μια οργάνωση εργαζομένων, η οποία έχει υποχρεωτικά την οργανωτική μορφή του σωματείου, πρέπει να υπάρχει νόμος που να ορίζει τις κατηγορίες των εργαζομένων που καλύπτει, καθώς και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του καταστατικού τους. Βασικά όλες οι ρυθμίσεις των  καταστατικών των οργανώσεων έχουν την πηγή τους σε σχετικούς νόμους. Ο σκοπός των οργανώσεων των εργαζομένων, με εξαίρεση αυτών που καλύπτονται από το νόμο 1264/1892, είναι η προστασία και προαγωγή των συμφερόντων των μελών τους. Κάθε ευρύτερη πολιτική δραστηριότητα των οργανώσεων εξέτρεπε το σωματείο από το σκοπό για τον οποίο είχε δημιουργηθεί και παραπέμπονταν στο δικαστήριο για διάλυση. Η διάλυση μιας οργάνωσης είχε ως αποτέλεσμα και την απώλεια της περιουσίας της. Την περίοδο αυτή διαλύθηκαν εκατοντάδες οργανώσεις εργαζομένων. Σύμφωνα με τον ορισμό της διάταξης του άρθρου 10 της ΔΣύμβασης 87/1984  σκοπός των οργανώσεων των εργαζομένων είναι η προαγωγή και προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων γενικά και όχι μόνο των μελών τους, ορισμός που περικλείει και πολιτικές επιλογές.

Το παράξενο είναι ότι ο  κυβερνητικός συνδικαλισμός συνεχίζει να υπάρχει και μέχρι σήμερα, παρά την κατοχύρωση της αρχής της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών με αυτή δικαιωμάτων σε ξεχωριστή διάταξη στο άρθρο 23 του Συντάγματος της μεταπολίτευσης. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής: « 1. Το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».

Η ξεχωριστή αυτή συνταγματική διάταξη που κατοχυρώνει το δικαίωμα της απεργίας και των άλλων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων υπήρξε αίτημα των 115 συνεργαζόμενων σωματείων, όταν διεκδικούσαν την κατοχύρωση της δημοκρατίας τη μετεμφυλιακή περίοδο. Η συνταγματική κατοχύρωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αποτελεί μια δημοκρατική κατάκτηση, γιατί επιβάλλει τη συμμετοχή των οργανώσεων των εργαζομένων στο κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας.

      Το έτος 1986 στο Γ΄Συνέδριο της ΕΔΕΚΑ ο καθηγητής του Εργατικού Δικαίου Αλέξανδρος Καρακατσάνης εξανέστη, όταν από τις εισηγήσεις  ανώτατων δικαστών έγινε φανερό ότι είχε παγιωθεί η άποψη της νομολογίας, ότι ο νομοθέτης είναι παντοδύναμος στο να ρυθμίζει όρους εργασίας των εργασιακών σχέσεων, περιορίζοντας ή καταργώντας με τον τρόπο αυτό τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και είπε: «Διερωτώμαι, τι δουλειά κάνουμε μια ζωή με το Εργατικό Δίκαιο, μήπως πήραμε τη ζωή μας λάθος που ασχολούμαστε με τα ζητήματα των συνδικαλιστικών ελευθεριών?...Υποθέτω, όταν ο συνταγματικός νομοθέτης με ειδικά άρθρα κατοχυρώνει και το δικαίωμα της απεργίας και το δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεν είναι δυνατόν να έρχεται ο νόμος και να λέει, εσείς εδώ δεν θα κάνετε διαπραγματεύσεις, γιατί εγώ το έχω λύσει αυτό το θέμα». Η νομολογία, με μια δική της ερμηνεία και άλλων συνταγματικών διατάξεων, αγνόησε παντελώς τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 23 και επανάφερε ουσιαστικά το δίκαιο που ίσχυε πριν από τη νέα συνταγματική διάταξη. Παραδόξως η νομολογία αυτή έγινε η κρατούσα.

      Το πιο πάνω γεγονός αποδεικνύει, όχι μόνο μια απαξίωση της επιστημονικής γνώσης από τα ανώτατα δικαστήρια, αλλά συγχρόνως και μια απαξίωση της λειτουργίας του δικαστή, ο οποίος ενώ ορκίζεται και θεωρείται ότι είναι ο θεματοφύλακας της τήρησης του Συντάγματος, αρνείται να ερευνήσει ο ίδιος ποιούς από τους κανόνες δικαίου που ισχύουν πρέπει να εφαρμόσει. Ειδικότερα, όταν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Εργασίας για την ερμηνεία των κανόνων των ΔΣυμβάσεων, καθώς και την ισχύ της ερμηνείας αυτής για τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι γνωστοί.

    Επιπλέον την άποψη ότι η ερμηνεία των νομοθετικών κανόνων των ΔΣυμβάσεων για τη συνδικαλιστική ελευθερία από τα ελεγκτικά όργανα της ΔΟΕ είναι βάσιμη με γενικά παραδεκτή ισχύ δέχεται και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων που ελέγχει παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Έτσι προκειμένου να στηρίξουν αποφάσεις τους σχετικά με το περιεχόμενο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων υιοθετούν πορίσματα ελεγκτικών οργάνων όπως της ΕπΕμπειρ. και της ΕπΣυνδικΕ.

       Το άρθρο 23 του Συντάγματος, για όσο καιρό θα ισχύει, δεν μπορεί να καταργείται στην πράξη, παρά μόνο να εφαρμόζεται. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σταματήσει ο νομοθέτης να ρυθμίζει κυριαρχικά τα δικαιώματα των εργαζομένων. Επειδή δε η συνδικαλιστική ελευθερία είναι μια παγκόσμια αρχή, το περιεχόμενο των κανόνων που δημιουργούνται για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα από ΔΣυμβάσεις πρέπει να ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον επειδή ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΔΟΕ, προσδιορίζει επακριβώς το περιεχόμενο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας, δεν μπορεί παρά το περιεχόμενο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων να αποτελεί και το περιεχόμενο του άρθρου 23 του Συντάγματος. Ο δικαστής  θα πρέπει να εξετάζει πλέον τη συνταγματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, γιατί είναι υποχρεωμένος να σέβεται την ερμηνεία των κανόνων των ΔΣυμβάσεων, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις σχετικές αποφάσεις του ελεγκτικού μηχανισμού της ΔΟΕ.

        Τα δικαιώματα οργάνωσης των εργαζομένων έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο πρέπει να σέβεται ο νομοθέτης. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις για να μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό τους πρέπει ιδρύονται ελεύθερα, να είναι αυτόνομες στην εσωτερική τους οργάνωση και λειτουργία, να είναι ανεξάρτητες και να είναι οικονομικά αυτοδύναμες. Το δικαίωμα για συλλογικές διαπραγματεύσεις πρέπει να λειτουργεί απρόσκοπτα και  οι συλλογικές διαπραγματεύσεις πρέπει να πάψουν να είναι ένας θεσμός, του οποίου το περιεχόμενο μπορεί να τροποποιεί ο νομοθέτης. Τέλος η απεργία που αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων δεν μπορεί να ασκείται υπό προϋποθέσεις που εμπλέκουν ο δικαστή στον έλεγχο της νομιμότητάς της.

           Από την παρουσίαση του κυβερνητικού συνδικαλισμού στο νόμο και την πράξη της χώρας μας προκύπτουν δύο σημαντικά συμπεράσματα: Το πρώτο αφορά τη μη εφαρμογή κατοχυρωμένης συνταγματικής αρχής τόσο από το νομοθέτη, όσο και από τη νομολογία. Το δεύτερο και πιο σημαντικό,  ότι η μη  ύπαρξη στην πράξη του περιεχομένου των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που πρέπει να εφαρμόζουν όλες οι χώρες-μέλη της ΔΟΕ, αφαιρεί από το κράτος το χαρακτηρισμό του ως δημοκρατικού κράτους.

              Θα υπάρξει άραγε ένα κίνημα, ή θα έλεγα καλύτερα, μια εξέγερση για τον εκδημοκρατισμό του κράτους με την πλήρη κατοχύρωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ώστε να πραγματωθεί η «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας που είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου», όπως ορίζει το άρθρο 2 του Συντάγματος?
 
Σταύρος Μουδόπουλος
Αφυπ. Αναπλ. Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Περιεχόμενα
Πρόλογος
Μέρος Πρώτο ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ: ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΡΓΑΣΙΑ
Χρήστος Χατζηϊωσήφ, Ο μύθος της Χαϊδελβέργης και το μοντέλο της Χαϊδελβέργης
Αριστείδης Μπαλτάς, Συνδικαλισμός ευρύτερων οριζόντων
Μιχάλης Σπουρδαλάκης. Πέρα από τα αδιέξοδα του συνδικαλιστικού κινήματος. Το πανεπιστήμιο ως πεδίο αλλαγής υποδείγματος
Όλγα Γκράτζιου, Εκκλησιαστική Εκπαίδευση, Εκκλησιαστικά Κειμήλια «και Άλλες Διατάξεις». Σημειώσεις στο περιθώριο της πρόσφατης εκπαιδευτικής νομοθεσίας
Δημήτρης Σακκάς, Το εθνικό παραγωγικό σύστημα και οι ανάγκες απασχόλησης πτυχιούχων των δημόσιων πανεπιστημίων
Αντώνης Ρουπακιώτης. Εργασιακά δικαιώματα και δικαιοσύνη από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα
Μέρος Δεύτερο ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ
Φίλιππος Δωρής. Απάδουσες στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου παθογένειες στην πολιτική ζωή του τόπου μας (Νομική και πολιτική διάσταση)
Μάκης Ζαχαράτος, Η θεσμική συγκρότηση της τουριστικής πολιτικής στην Ελλάδα 1951-2023 και τα παθήματα, που δεν γίνονται μαθήματα
Konstantinos Rokas, The private international law regulation of employment relations in the Collaborative Economy
Αλέξης Μπένος. Η πανδημία ως πεδίο σύγκρουσης δικαιωμάτων
Δημήτριος Γιαννάκης. Blockchain: αφηγήματα, διακυβέρνηση και νομικά ζητήματα
Κατερίνα Παπαδοπούλου, Η νομική προστασία της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα και η ανάγκη κύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης της UNESCO του 2001
Μέρος Τρίτο ΙΣΤΟΡΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Rudiger Bolz,"So etwas ist nicht planbar" - zur Muhsal neuen Vertrauens. Ein Kapitel der griechisch-deutschen Kulturbeziehungen
Anna Stormenger, Geschichte schreiben, um Geschichte zu machen. Die sozialdemokratische Geschichtsschreibung in der Pfalz der Weimarer Republik
Γιώργος Τσατήρης, Κομμάτια και αποσπάσματα για τον σχεδιασμό της Εθνικής Αντίστασης στην Άνδρο
Βικτώρια Μπαντή-Μαρκούτη. Το πολιτικό φαινόμενο Aung San Suu Kyri: η γενοκτονία των Ροχίνγχια και η πτώση ενός ειδώλου
Μέρος Τέταρτο ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ: ΖΑΓΟΡΙ - ΗΠΕΙΡΟΣ
Ηλίας Κολοβός & Φαίδων Μουδόπουλος-Αθανασίου,
«'τ Ζαγορίσιοι είναι κακοί και γράφουνε στην Πόλη»: όψεις του Ζαγορίου από την περίοδο της Επανάστασης
Ευθύμιος Μαχαίρας & Φαίδων Μουδόπουλος-Αθανασίου,
Τα εναπομείναντα γκράφιτι των Οθωμανών απογραφέων στο Ζαγόρι. Σκέψεις για μια κληρονομιά που χάθηκε
Χρήστος Ζαμπακόλας. Ζαγόρι 1943-1944: Το ολοκαύτωμα της μνήμης. Από το τραυματικό παρελθόν σ' ένα ελπιδοφόρο μέλλον
Προκόπης Παπαστράτης. Οι Εμφύλιες Συγκρούσεις ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ και η Συμφωνία στο Μυρόφυλλο-Πλάκα, 29 Φεβρουαρίου 1944
Εργογραφία Σταύρου Μουδόπουλου
Οι συγγραφείς του τόμου